Το μικρό το χελωνάκι,

είχε φίλους και όχι εχθρούς.

Χταποδάκια και λαυράκια,

ιπποκάμπους και αχινούς.

Στο σπίτι ζούσε ευτυχισμένο

με τη μαμά και τον μπαμπά.

Σε σωρό από φύκια κοιμόταν

Και όλα ήταν μια χαρά.

Η γειτονιά του ήταν παραδεισένια.

Γεμάτη από ποσιδώνια λαμπερή.

Στα φύλλα έπαιζε κρυφτό

και το ψάχναν οι ροφοί.

Στο σχολείο πήγαινε κάθε πρωί,

παρέα με έναν κόκκινο αστακό.

Τις ανεμώνες διαπερνούσε

και στις μέδουσες φώναζε «εδώ»!

Στα μαθήματα ήταν πρώτο,

νεροφυσική και θαλάσσια χημεία.

Το μελάνι έπαιρνε απ΄ το χταπόδι

και σκάρωνε μια ιστορία.

Μα και στο παιχνίδι δεν το πιάνεις

κολύμπι ξεγνοιασιά και κέφι,

κυνηγούσε μπαρμπουνάκια

για να παίζουν με το ντέφι.

Η καλύτερη του όμως ώρα

ήταν πάνω στην αιώρα,

στο καράβι του θείου καβούρη,

που χε την πιο γλυκιά μούρη.

Μόνος του έμενε χωρίς κατιών,

αν και είχε ένα παιδί 30 ετών.

Άλλα βρισκόταν στην αμμουδιά,

σκυθρωπό έπινε τσικουδιά.

Κάθε Σάββατο ήταν εκεί,

οι γονείς λείπαν στη δουλειά.

Το πειρατικό είχε αυλή

και κοράλια κρεμαστά.

Στις δαγκάνες είχε γλυκά,

ο υπολογιστής όλο παιχνίδια.

Έπαιζε τρώγοντας ζαχαρωτά

και άνοιγε συνέχεια στρείδια.

Ώσπου ξαφνικά μια φορά,

εκεί που πάλευαν με μπακλαβά,

τη δαγκάνα έβαλε μεσ΄ στο καβούκι

«θα σου δώσω θησαυρό απ΄ το σεντούκι».

Το χελωνάκι πάγωσε για ένα λεπτό,

σοκ μεγάλο ήταν και δυνατό.

Μπόρεσε όμως και φώναξε «μη»!

Από το σπίτι έφυγε στο πι και φι.

Από τότε είχε ένα μυστικό,

να το φαντάστηκε δεν ήταν πιθανό.

Στον καβούρη δεν πήγαινε πια,

δεν αισθανόταν καλά έλεγε στον μπαμπά.

Ντρεπόταν πάρα πολύ,

στη μαμά πώς θα το πει;

Δε λέγονται καθόλου αυτά,

θα το πάρει τόσο στραβά.

Είχε όμως και φόβο τρελό.

Δεν θα το πίστευε κανείς.

Αυτό, τόσο δα μικρό,

ο καβούρης πλήρους αποδοχής.

Στο δωμάτιο έμενε σιωπηλό,

βάρος στο στήθος είχε τρομερό.

Το βράδυ έβλεπε εφιάλτη,

ξιφία με γαρίδα αναβάτη.

Οι βαθμοί πέσαν πολύ,

στην έκθεση ήταν εκτός θέματος.

Στην κυρία φάλαινα καμία προσοχή,

στο κολύμπι βγήκε ένατος.

«Αγαπημένο μου εγγονάκι».

Είπε το χέλι και το πήρε αγκαλιά.

Όμως μνήμες ήρθαν στο μυαλουδάκι

και ξέσπασε σε αναφιλητά.

«Ωχ σε ηλεκτρισα»; ρώτησε ο παππούς.

Η μαμά και ο μπαμπάς κοιτούσαν απορημένοι.

«Όχι όχι, αλλού πήγε ο νους».

«Σε κείνη την ιστορία την καταραμένη».

«Μα για ποια ιστορία μιλάς;

Όλα μπορείς να τα πεις σε μας.

Ό,τι σε τρομάζει, ό,τι σε φοβίζει,

βγάλτο από μέσα σου, μη σε βασανίζει».

Τότε το χελωνάκι άρχισε να μιλά,

χωρίς κανείς να το σταματά.

Με μια ανάσα τα πε φωναχτά

και τηλεφώνησαν αμέσως τη σουπιά.

Είναι η πιο καλή αστυνομικός.

Ο τρόπος της ευγενικός, μα και μεθοδικός.

Έπιασε αμέσως τον καβούρη,

στη φυλακή μπήκε και τρωγε καναβούρι.

Του φυγε βάρος μεγάλο.

Να αναπνεύσει μπορούσε ξανά.

Η ζωή είναι  το κάτι άλλο,

γελούσε και πάλι με τα παιδιά.

Γύρισε και το καβουράκι από την αμμουδιά.

Ο μπαμπάς του έκανε και σε αυτό κακό παλιά.

Τίποτα μέχρι τώρα δεν είχε πει,

τώρα ξεσπά και ξανά ζει.

Από τότε ήταν πιο δεμένοι,

Σε μια αγκαλιά ονειρεμένη.

Περήφανοι για το γενναίο χελωνάκι,

άλλο κακό δεν θα κανε το καβουράκι.

Παπαδόπουλος Δημήτρης
Ψυχολόγος Α.Π.Θ.
MSc κλινικής ψυχολογίας και νευροψυχολογίας Α.Π.Θ.
Εκπ. Ψυχοθεραπείας Gestalt